λεπιδούμαι

λεπιδούμαι
λεπιδοῡμαι, -όομαι (Α) [λεπίς]
1. καλύπτομαι από λέπια
2. φρ. «τὰ ὀστέα λεπιδοῡται» — τα οστά θρυμματίζονται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλεπίδωτος — ἀλεπίδωτος, ον (Α) ο αλέπιαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λεπιδωτός < λεπιδοῦμαι. λεπίς ίδος «λέπι»] …   Dictionary of Greek

  • λεπιδωτός — ή, ό (Α λεπιδωτός, ή, όν) [λεπιδούμαι] καλυμμένος από λέπια ή από φολίδες (α. «ἔχει δὲ καὶ ὄνυχας καρτεροὺς καὶ δέρμα λεπιδωτὸν [ὁ κροκόδειλος]», Ηρόδ. β. «θώρηκα εἶχε χρύσεον λεπιδωτόν», Ηρόδ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τα λεπιδωτά τάξη ερπετών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”